
Στους ενήλικες που προσπαθούν να χάσουν βάρος προτείνεται συνήθως να τρώνε μικρά, αλλά τακτικά γεύματα στη διάρκεια της ημέρας. Ωστόσο, αυτή η πρακτική δεν έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, καθώς δεν διεγείρει επαρκώς το μεταβολισμό. Αυτό δήλωσαν ερευνητές στο ετήσιο συνέδριο BES της Ενδοκρινολογικής Εταιρείας. Συγκεκριμένα, αναφέρθηκαν σε μια μελέτη που διεξήγαγε το University of Warwick (Κόβεντρυ, Η.Β.) και η οποία έδειξε ότι οι προσπάθειες απώλειας βάρους είναι πιο επιτυχημένες όταν υπολογίζεται η θερμιδική πρόσληψη.
Οι ερευνητές γνώριζαν ήδη ότι η κατανάλωση ενός γεύματος υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά προκαλεί μια φλεγμονή χαμηλού βαθμού λόγω των ενδοτοξινών (ουσιών που προέρχονται από βακτήρια του εντέρου) που εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος. Αυτό αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2 και καρδιαγγειακών παθήσεων.
Οι ερευνητές θέλησαν να εξετάσουν το βαθμό στον οποίο τα περισσότερα γεύματα την ημέρα επηρεάζουν αυτόν τον κίνδυνο. Στο πλαίσιο της μελέτης, 24 αδύνατες και παχύσαρκες γυναίκες έλαβαν δύο ή πέντε γεύματα σε διαφορετικές ημέρες. Όλα τα γεύματα είχαν τον ίδιο συνολικό αριθμό θερμίδων. Η καταναλισκόμενη ενέργεια μετρήθηκε με τη μέθοδο της ολοσωματικής θερμιδομετρίας.
Τελικά, αποδείχτηκε ότι, ασχέτως από τον αριθμό των γευμάτων, τόσο οι υπέρβαρες γυναίκες όσο και οι συμμετέχουσες με φυσιολογικό βάρος έκαψαν τον ίδιο αριθμό θερμίδων σε ένα διάστημα παρακολούθησης 24 ωρών. Ταυτόχρονα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι υπέρβαρες γυναίκες είχαν υψηλά επίπεδα ενδοτοξινών μετά την κατανάλωση πέντε γευμάτων, συγκριτικά με την κατανάλωση δύο γευμάτων.
Από τη μελέτη προέκυψαν τα εξής δύο βασικά συμπεράσματα: «Πρώτον, το μέγεθος ή η συχνότητα του γεύματος δεν επηρεάζει τον αριθμό των θερμίδων που καίμε σε μία μέρα, όμως η μέτρηση των θερμίδων που λαμβάνουμε είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας για την απώλεια βάρους. Δεύτερον, τα περισσότερα κιλά έχουν ως αποτέλεσμα να εισέρχονται περισσότερες ενδοτοξίνες στην κυκλοφορία του αίματος, οι οποίες προκαλούν φλεγμονώδη αντίδραση, φαινόμενο που επιτείνεται από την κατανάλωση περισσότερου φαγητού.», σχολιάζει ο Milan Kumar Piya, βασικός συγγραφέας της μελέτης.